-
1 σπουδη
дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἥ1) поспешность, торопливостьσ. τῆς ὁδοῦ Thuc. — ускоренный переход, форсированный марш;
σπουδέν ἔχειν Her. — спешить, торопиться;σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. — поспешно, торопливо, быстро2) усердие, рвение, забота, старание, усилие(μᾶλλον σπουδέν ποιεῖσθαι Thuc.)
σπουδέν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδέν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. — прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.;ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. — заботиться о чем-л.;ἄτερ σπουδῆς Hom. — без (всякого) усилия;σπουδῇ Plat. — усердно, изо всех сил;σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. — ревностно, усердно;ἐπὴ μεγάλης σπουδῆς Plat. — с великим рвением3) стремление, порыв4) домогательство, погоня(σπουδαὴ ἐπ΄ ἀρχάς Plat.)
κατὰ σπουδάς Arph. — в порядке протекции, благодаря проискам5) благосклонность, расположение, поддержка6) серьезностьἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. — серьезно, всерьез;
σπουδέν ποιεῖσθαι Arph. — принимать всерьез;ἐν τε παιδιαῖς καὴ ἐν σπουδαῖς Plat. — как в шутку, так и всерьез -
2 σπουδή
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77;ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66
; χωρίον.., οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys. 288;τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6
; σπουδῇ in haste, v. infr. IV;σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph. 1223
; σὺν πάσῃ ς. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.);διὰ σπουδῆς E.Ba. 212
, X.HG6.2.28, etc.;ἐκ σπουδῆς Arist.Mir. 837a15
; μετὰ ς. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.;κατὰ σπουδήν Th.1.93
, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).II zeal, pains, trouble, effort,ἄτερ σπουδῆς Od.21.409
; σῆς ὑπὸ ς. A.Th. 585;σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT 778
, cf. Pl.R. 604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; soσὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c
; σὺν πολλῇ ς. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης ς. Pl.Smp. 192c; μετὰ πολλῆς ς. Id.Chrm. 175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205;σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107
;πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως.. PHib.1.71.9
(iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp. 177c; περί τινα ib. 179d;ἐπί τινι Luc.Salt.1
: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about.., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec. 130 (anap.);πρός τι D.S.17.114
;ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276
;ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13
; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149;σ. ἔχειν τινός E.Alc. 778
, 1014;περί τινος Pl. Amat. 136c
; ;ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22
;σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr. 276e
;σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2
; ; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr. 257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg. 855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for.., ib. 740d; zealous exertions, E. Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh. 1370a12.b in a religious sense, zeal,πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12
(ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι ς. Ep.Hebr.6.11.2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν ς. Antipho 6.41;πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6
; good will, good offices,σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16
, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries,σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5
;κατὰ σπουδάς Ar.Eq. 1370
, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg. 632a.III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph. 901, Ar.Ra. 522;σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13
, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ ς. Pl.Lg. 887d; , cf. Smp. 197e;καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh. 1366a29
.IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily,προερέσσαμεν Od.13.279
;ἀνάβαινε 15.209
;στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1
, cf. 89; [dialect] Dor.,σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21
(Epid., iv B.C.); freq. in [dialect] Att.,σ. πάνυ Th.8.89
, etc.;σπουδῇ ποδός E.Hec. 216
.2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely,σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99
, cf. 5.893, Od.3.297;σ. παρπεπιθόντες Il.23.37
, Od.24.119.3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph. 849;σπουδῇ ἀκούειν Pl.R. 388d
;σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap. 24c
; πάνυ ς. attentively, Id.Phd. 98b; πολλῇ ς. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th. 791, X.Cyr.4.5.12, etc.;πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg. 952a
, etc.
См. также в других словарях:
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
Λούβαρης, Νικόλαος — (Αρνάδος Τήνου 1887 – Αθήνα 1961). Συγγραφέας, εκπαιδευτικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής της παιδαγωγικής στο Αρσάκειο και διευθυντής σε γυμνάσιο αρρένων της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1925 κατέλαβε την… … Dictionary of Greek
Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… … Dictionary of Greek